- φρενιτισμός
- φρενῑτ-ισμός, ὁ,A frenzy, Plu.Fr.25.3 (pl., φρενετ- codd. Stob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρενιτισμός — ὁ, Α [φρενιτίζω] φρενίτιδα … Dictionary of Greek
φρενιτισμοῖς — φρενιτισμός frenzy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)